- ευώπα
- εὐῶπαεὐώψfair-eyed: masc /fem acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
εὐωπά — εὐωπός friendly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐῶπα — εὐώψ fair eyed masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευώψ — εὐὼψ, ῶπος, ο, η (Α) 1. αυτός που έχει ωραία μάτια, που είναι ωραίος στην όψη («εὐῶπα παρειάν», Σοφ.) 2. μτφ. επιθυμητός, ευτυχής, ευμενής («εὐῶπα ἀλκᾶν» ευμενή βοήθεια, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωψ (< *ὤψ «όψη»), τ. που εμφανίζει την… … Dictionary of Greek